- εύσαρκος
- η , ο [ος , ον ] тучный, полный; дородный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὔσαρκος — fleshy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσαρκος — η, ο (ΑΜ εὔσαρκος, ον) νεοελλ. πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός μσν. συμμετρικός στο σώμα μσν. αρχ. αυτός τού οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση αρχ. (για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σαρκος… … Dictionary of Greek
εύσαρκος — η, ο πολύσαρκος, ευτραφής, σωματώδης, πληθωρικός, κρεατωμένος, χοντρός (αντίθ. λιπόσαρκος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐσαρκότερον — εὔσαρκος fleshy adverbial comp εὔσαρκος fleshy masc acc comp sg εὔσαρκος fleshy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσαρκότατα — εὔσαρκος fleshy adverbial superl εὔσαρκος fleshy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσαρκότατον — εὔσαρκος fleshy masc acc superl sg εὔσαρκος fleshy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσαρκον — εὔσαρκος fleshy masc/fem acc sg εὔσαρκος fleshy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσαρκοτέρους — εὔσαρκος fleshy masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσαρκότατοι — εὔσαρκος fleshy masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσαρκότερα — εὔσαρκος fleshy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσαρκότεραι — εὔσαρκος fleshy fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)